ξειναπατης

ξειναπατης
    ξειναπάτης
    ξεινᾰπάτης
    -ου (πᾰ) adj. m ион. = *ξεναπάτης См. ξεναπατης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξειναπατης" в других словарях:

  • ξειναπάτης — ξειναπάτης, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. ξεναπάτης …   Dictionary of Greek

  • ξεναπάτης — ξεναπάτης, ποιητ. τ. ξειναπάτης, ὁ (Α) 1. αυτός που εξαπατά τους ξένους 2. αυτός που προδίδει εκείνον που τόν φιλοξενεί 3. απατηλός άνεμος που πνέει στο λιμάνι, ενώ στο ανοιχτό πέλαγος πνέει άλλος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξεῖνος + απάτης… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»